- μύλη
- η (ΑΜ μύλη)1. χειρόμυλος2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε κυστίδια όμοια με υδατίδες κύστειςνεοελλ.1. μυλίτης λίθος, μυλόπετρα2. λίθινος ή μετάλλινος κύλινδρος που χρησιμοποιείται κατά την άλεση3. το τμήμα τού δοντιού που δεν καλύπτεται από τα ούλα4. ακονιστικός τροχός ή η πέτρα τού ακονιστικού τροχού(μσν. -αρχ.) στον πληθ. αἱ μύλαιοι σιαγόνεςαρχ.1. μύλος2. η κάτω πέτρα τού μύλου3. δόντι όνου4. το φυτό μώλυ*.5. η ρίζα τού φυτού λάπαθο6. στον πληθ. οι γομφίοι, οι μυλόδοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μύλη ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mol-ә1 τής ΙΕ ρίζας *mel-ә1 «αλέθω, λειανίζω ιδίως δημητριακά» και συνδέεται με: λατ. molō «γυρίζω τον μύλο», γοτθ. malan, λιθουαν. malu, malti, ιρλδ. melim, αρχ. σλαβ. melje, γαλατ. malu, αρμ. malem «συνθλίβω» και αρχ. ινδ. mŗnāti «συνθλίβω, αλέθω». Στην ελλ. η ρίζα mel- εμφανίζεται στα μυκην. mereuro «αλεύρι» και meretirija «γυναίκες που γυρίζουν τον μύλο» (πρβλ. μάλευρον). Στη λ. μύλη, τέλος, η συνεσταλμένη βαθμίδα αντιπροσωπεύεται με το φωνήεν -υ- (πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. muljan, αρχ. νορβ. mylia), που εμφανίζεται και σε άλλες λ. ειδικά πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. φύλλον, λατ. folium).ΠΑΡ. μυλίτης, μυλωθρός, μυλών(ας)αρχ.μυλαίος, μύλαξ, μυλάριον, μυλεύς, μυληθρίς, μυλητικός, μυλιαίος, μυλίας, μύλινος, μύλιος, μυλιώ, μύλλω (ΙΙ), μυλόεις, μυλούμαι, μυλώδηςαρχ.-μσν.μυλικός, μυλωρόςνεοελλ.μυλιστικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μυλεργάτης, μυλοκόπος, μυλοκόροςαρχ.μυληβόρος, μυλήκορον, μυλοειδής, μυλοεργής, μύλοικος, μυλόκλαστος, μυλουργόςαρχ.-μσν.μυλήφατοςμσν.μυλοκριβάνιον, μυλοχαράκτης. (Β' συνθετικό) αρχ. ακρομύλη, λειχομύλη, υδρομύλη, χειρομύλη].
Dictionary of Greek. 2013.